- μεταλλοχρωμία
- ητεχνολ. μέθοδος για τη βαφή τής επιφάνειας τών μετάλλων, η οποία στηριζόταν κυρίως στην επιφανειακή οξείδωση και η οποία έχει σήμερα σχεδόν καταργηθεί και έχει αντικατασταθεί, σε αρκετές περιπτώσεις, από την ανοδίωση.
Dictionary of Greek. 2013.